χαώδης

χαώδης
-ες / χαώδης, -ῶδες, ΝΜ [χάος]
όμοιος με χάος
νεοελλ.
(ιδίως για κατάσταση) αυτός που εμφανίζει χάος, αυτός στον οποίο επικρατεί απόλυτη σύγχυση και αταξία, έκρυθμος, ανώμαλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαώδης — like chaos masc/fem acc pl (attic epic doric) χαώδης like chaos masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) χαώδης like chaos masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η 1. αυτός που εμφανίζει χάος, αυτός που είναι σε χάος ή σύγχυση: Η κατάσταση ήταν χαώδης. 2. σκοτεινός, ανώμαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαῶδες — χαώδης like chaos masc/fem voc sg χαώδης like chaos neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαώδους — χαώδης like chaos masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • αβυσσαλέος — α, ο [άβυσσος, η] 1. απύθμενος, χαώδης 2. κρημνώδης, βαραθρώδης 3. ανεξιχνίαστος, καταχθόνιος …   Dictionary of Greek

  • απερικόσμητος — ἀπερικόσμητος, ον (Μ) 1. ο αστόλιστος 2. ο συγκεχυμένος, ο χαώδης …   Dictionary of Greek

  • βαθύχαος — βαθύχαος, ον (Μ) πολύ βαθύς, χαώδης …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λαμυρός — λαμυρός, ά, όν (Α) 1. γεμάτος αβύσσους, χαώδης («λαμυρὰ θάλασσα», Μέγα Ετυμολογικόν) 2. λαίμαργος, αδηφάγος («γάστριν καλοῡσι καὶ λαμυρὸν ὅς ἄν φάγη ἡμῶν τι τούτων», Αντιφάν.) 3. θρασύς, αναιδής 4. (για γυναίκα) φιλάρεσκη 5. (με καλή σημ.) κομψός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”